αδιάγνωστος

αδιάγνωστος
-η, -ο (Α ἀδιάγνωστος, -ον) [διαγιγνώσκω]
1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να διαγνωσθεί, να κατανοηθεί εύκολα
2. ο δυσδιάκριτος, αδιόρατος, ο υποθετικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀδιάγνωστος — indistinguishable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάγνωστος — η, ο αυτός που δε διαγνώστηκε ή δεν μπορεί να διαγνωστεί: Πάσχει από αδιάγνωστη αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιαγνώστως — ἀδιάγνωστος indistinguishable adverbial ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάγνωστον — ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem acc sg ἀδιάγνωστος indistinguishable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαγνώστοις — ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαγνώστου — ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαγνώστων — ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάγνωστα — ἀδιάγνωστος indistinguishable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάγνωστοι — ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”